Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

«Και εμείς οι τρεις στον καφενέ, τσιγάρο, πρέφα και καφέ»

«Η κουλτούρα μας δεν πωλείται (our culture is not for sale)» είναι ένα βασικό μότο αυτού του blog, λόγω κυρίως του καταστρεπτικού περάσματος της λαίλαπας του νεοφιλελευθερισμού. Από τη στιγμή λοιπόν που παρουσιάσαμε το πόσο επίκαιρο είναι το ρεμπέτικο στην εποχή της κρίσης, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα παραδοσιακά καφενεία...


Το τρίπτυχο του καφενέ λοιπόν που περιέγραφε απολύτως πετυχημένα ο Κώστας Χατζής «τσιγάρο, πρέφα και καφέ» δεν υπάρχει πια, το πάτησε η κρίση. Αρχικά η απαγόρευση του καπνίσματος, εν συνεχεία το 23% Φ.Π.Α σε συνδυασμό με το φόρο... τσόχας, τα στενά οικονομικά πλέον του κάθε ηλικιωμένου, την πτώση των οικοδομών και τη μαζική κουλτούρα του υπερκαταναλωτισμού, έχουν εξωθήσει τα καφενεία στο περιθώριο...

 Κι όμως το καφενείο αποτελούσε κάποτε την καρδιά της κάθε γειτονιάς. Εκεί όπου όλες οι απόψεις ακούγονταν, ζυμώνονταν και ανταλλάσσονταν εν μέσω διασκέδασης, καπνού και... τζόγου. Αποτελούσε το στέκι της εργατικής τάξης, η οποία έβρισκε τον απαραίτητο χώρο να συζητήσει τα προβλήματα και τα σχέδια της. Αποτελούσε -και σε κάποιες περιπτώσεις αποτελεί ακόμα- τη διέξοδο των ηλικιωμένων, οι οποίοι στην καφενειακή ατμόσφαιρα ξεχνούσαν για λίγο τα βάρη της ηλικίας, όπως και το κέντρο επικοινωνίας της κάθε συνοικίας. Ο,τι ήθελαν να μάθουν, το μάθαιναν στο καφενείο. Και βέβαια αποτελούσε χώρο πολιτικών εξελίξεων. «Μικρή Βουλή» έλεγαν οι πολιτικοί τις συναθροίσεις τους στους καφενέδες, όρος ο οποίος έχει εμπνεύσει το ομώνυμο καφενείο στο Παγκράτι. Τότε που οι πολιτικοί δεν φοβόντουσαν να κυκλοφορήσουν…

Υπάρχουν σήμερα καφενεία όπου «επιβιώνουν» από την εποχή της Τουρκοκρατίας και περνάνε από χέρι σε χέρι. Βέβαια, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από την Αδελφότητα Καφεπωλών Αθήνας, κλείνουν περίπου 70-80 μαγαζιά το χρόνο και από τα 2.500 μέλη που υπήρχαν στην αδελφότητα, πλέον έχουν πέσει σε τριψήφιους αριθμούς.

Η νέα τάξη πραγμάτων ουσιαστικά οδήγησε στα λουκέτα. Αν κάθε καφενείο εν μέσω κρίσης είναι υποχρεωμένο να πληρώνει 700 ευρώ το χρόνο για κάθε τσόχινο τραπέζι, να απαγορεύει στους πελάτες του το κάπνισμα, να ρισκάρει κάθε φορά που σερβίρει «βαριά ποτά» και ουσιαστικά να μην μπορεί να αυξήσει τις τιμές, γιατί ακριβώς πρόκειται για καφενείο, είναι κατά κανόνα καταδικασμένο. Η παραδοσιακή πρέφα έχει αντικατασταθεί από on-line παιχνίδια. Τα παραδοσιακά κεράσματα αποτελούν πλέον υπέρβαση. Και η κουλτούρα της υπερκατανάλωσης οδηγεί τάξεις και επαγγέλματα που αποτελούσαν τους κατ` εξοχήν θαμώνες των καφενείων να αναζητήσουν σε μεγάλες επιχειρήσεις, εμπορικά κέντρα και πολυχώρους διασκέδασης όσα τους προσέφερε ο καφενές.

Τα ποικίλα θέματα συζήτησης έχουν αντικατασταθεί πλέον σε συζητήσεις για την κρίση. Ούτε για το ποδόσφαιρο δεν υπάρχει πια όρεξη να γίνει κουβέντα. Για το ποδόσφαιρο, το οποίο στη Βιέννη αναπτύχθηκε ως συνήθεια της αστικής τάξης μέσω των ατελείωτων συζητήσεων στα καφέ της πόλης, όταν μεσουρανούσε στην Αυστρία. Κάπως έτσι και στην Ελλάδα λατρεύτηκε από την εργατική τάξη, μέσω των καφενείων. Οι πελάτες αναζητούν δικαιολογίες για τη μη τακτική τους παρουσία, καθώς βλέπουν και οι ίδιοι ότι κάτι δεν πάει καλά.

Το μόνο ενθαρρυντικό είναι ότι η γενιά που ενηλικιώθηκε, σπούδασε και αναζήτησε δουλειά σε συνθήκες κρίσης, αναγνωρίζει ορισμένες φορές την αξία και την σημασία των καφενείων και τα στηρίζει. Υπάρχουν καφενεία, σε εναλλακτικές μορφές ίσως από τα παραδοσιακά, που βασίζονται δηλαδή κυρίως στην μπύρα, στο τσίπουρο και στο ούζο, κοινώς στην βραδινή δουλειά και όχι στον καφέ, τα οποία δείχνουν να γίνονται δημοφιλή. Και αυτή, μαζί με τους… ορκισμένους θαμώνες, είναι ίσως η μοναδική ελπίδα σωτηρίας τους…

Θ.Σ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου